By Raymod Against
Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, με πιάνει μια μελαγχολία. Αλλά, δεν μπορώ να σας εξηγήσω ακριβώς τους λόγους. Σιχαίνομαι τις νοσταλγικές αναδρομές. Με αηδιάζει να αφηγούμαι παρελθόντα κατορθώματα. Ποιος νοιάζεται πλέον για νυκτερινές πτήσεις στο Βερολίνο, για μυστικά ραντεβού στο «Check Point Charlie», για φωτογραφικές επιδρομές σε χιονισμένα αεροδρόμια και τρελές κούρσες στη Βουδαπέστη; Τι μπορείτε να καταλάβετε αν σας μιλήσω για την Κάρλα, εκείνη τη νύκτα στην Πράγα; Ή τότε που με πέτυχε στην Ζυρίχη κάποιος που έψαχνα γι αυτόν και παραλίγο να αποδείξω ότι πράγματι ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει από το παράθυρο. Δεν απασχολούν πλέον κανέναν τα ντεσού της «Αγοράς του Αιώνα», τα πάμπερς του Λούβαρη, οι πράκτορες της Στάζι και οι υπόγειες διασυνδέσεις του Κάρλος.
Μπορώ να σας μιλήσω μόνο για κάποιους παλιούς φίλους που αφού έκαναν το καθήκον τους αποσύρθηκαν διακριτικά κι ευγενικά στο παρασκήνιο. Θα μπορούσα επίσης να αναφερθώ στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι κακοί νικάνε πάντα και ότι το μόνο που μπορεί να σε γλιτώσει τελικά από την εξόντωση είναι οι αποστάσεις απο τα πράγματα.
Το μόνο που βλέπει κανείς στο τέλος είναι το δικό του πρόσωπο. Δεν θυμάται κανένα άλλο. Και αναρωτιέται μόνο που θάφτηκαν τελικά τα πιστεύω του. Και για ποιο λόγο. Κανείς όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι αυτό.
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά και η ώρα πήγε έντεκα. O ήλιος δεν έλαμπε και η ατμόσφαιρα ήταν βρόμικη. Πέταξα το ιδρωμένο σεντόνι , κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και κοίταξα το επικίνδυνο κορμί της. Είμαι γέρος πια για όλα αυτά, σκέφτηκα. Γέρος και πολύ κουρασμένος. Έπρεπε όμως να πάω στο ραντεβού.
Σηκώθηκα και έκανα ένα καυτό ντους. Φόρεσα το γκρι κοστούμι μου, με σκούρο μπλε πουκάμισο , σινιέ γραβάτα και ασορτί μαντίλι στο τσεπάκι. Βγαίνοντας πήρα το Walther από το συρτάρι και έριξα μια ματιά στον καθρέφτη. Κρατούσα ακόμα και ήμουν μάχιμος.
Κατέβηκα, πήρα ένα ταξί και πήγα στο καφέ του Κολωνακίου. Κάθισα και παράγγειλα έναν εσπρέσο. Όλα τα τραπεζάκια ήταν πιασμένα και όταν ήρθε με ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει μαζί μου. Κάθισε, παράγγειλε κι αυτή έναν εσπρέσο και μου ζήτησε φωτιά. Τέντωσα το χέρι μου με τον αναπτήρα κι εκείνη το φυλάκισε μέσα στα δικά της. Ήθελε πόλεμο η κυρία, αλλά εγώ δεν ήθελα να παραβώ τον κανόνα της μοναχικότητας. Και ούτε να μεταμορφωθώ σε ρεπόρτερ – τάρανδο.
Ηρέμησε της λέω και πες μου για τον γκόμενό σου. Και άρχισε να μου λέει, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα αισθησιασμό κάθε φορά που κινούσε το χέρι της για να καπνίσει, έφτιαχνε τα μαλλιά της, ή με κοιτούσε με τα γατίσια μάτια της.
Τον γνώρισε όταν ήρθε μικρή και αθώα από το χωριό της να κάνει καριέρα στο μόντελινγκ όπως της υποσχέθηκε μια αδελφή που την είδε στην παραλία του χωριού της. Αλλά αντί για καριέρα στο μόντελινγκ, βρέθηκε να σταδιοδρομεί οριζοντίως στην ατζέντα ενός νταβατζή πολυτελείας. Ένα βράδυ ανάμεσα σε αμέτρητα μπουκάλια Στολίσναγια και σύννεφα κόκας την ερωτεύτηκε ο Κυρίαρχος της Μίζας. Τον αγάπησε κι αυτή γιατί κατά βάθος δεν της άρεσε μόνο ο λογαριασμός του στην τράπεζα, τον γούσταρε και επειδή ήταν συμπαθητικός και λαϊκός τύπος. Αυτός δεν είχε καβαλήσει ποτέ το καλάμι και δεν τόπαιζε βαρύς κι ασήκωτος σαν τον μεγάλο αντίπαλό του.
Η κόντρα τους ήταν τόσο μεγάλη που είχαν αγοράσει τα πάντα. “Δεξιό” υπουργό ο ένας; “Προοδευτικό” ο άλλος. Την μισή κοινοβουλευτική ομάδα του συντηρητικού κόμματος ο Βαρύς κι Ασήκωτος; τα δυο τρίτα της κεντροαριστερής και της ροζ αντιπολίτευσης ο Κυρίαρχος της Μίζας. Ανταγωνιζόντουσαν για τα πάντα: Ηλεκτρονικά, όπλα, κατασκευές, κέρατα στις γυναίκες τους, κιτσάτες βίλες στην Εκάλη, τζόγος. Ο Βαρύς κι Ασήκωτος έναν πράγμα είχε στο μυαλό του το πρωί που ξυπνούσε και το βράδυ που έπεφτε να κοιμηθεί: Πως θα έβαζε τον Κυρίαρχο της Μίζας στη φυλακή. Του είχε καταστεί μανία.
Έτσι άρχισαν όλα, κατέληξε ρουφώντας μια πρέζα νικοτίνης. Όσα έχουν γραφτεί για «αιματοβαμμένες μίζες» και «πόλεμο της μαφίας » είναι παραμύθια για μικρά παιδιά μπροστά σε αυτά που μάθαινα εγώ οριζοντίως και καθέτως και καμιά φορά πάνω στον πολυέλαιο του σαλονιού.
Μου πουλάς φύκια για μεταξωτές κορδέλες της απάντησα. Αυτά που λες μπορώ να τα βρω και στο Ιντερνέτ.
Αυτόν που θα σου δώσω όμως τώρα δεν θα τον βρεις εκεί, μου απάντησε και μου έδειξε έναν τύπου που καθόταν μόνος του σε ένα τραπεζάκι. Ήταν ο Ελεγκτής.
Είχε φτάσει η ώρα της Νάγιας, της ακούραστης βοηθού μου, που περίμενε στο αυτοκίνητο. Βγήκε έξω, έστρωσε όσο μπορούσε το μίνι που φορούσε στους υπέροχους γοφούς της και προχώρησε προς τον περίεργο. Εκείνος ήταν χαμένος από χέρι. Όταν τον πλησίασε του έριξε μόνο μια ματιά κι αυτός ξέχασε αμέσως όλη την σκληρή εκπαίδευσή του. Την ακολούθησε αμέσως στην πολυτελή Μερσεντές που της είχα νοικιάσει.
Πέρασε όλο το απόγευμα, ολόκληρη η νύκτα και έφτασε το ξημέρωμα κι εγώ περίμενα καπνίζοντας και πίνοντας. Κάποτε επέστρεψε ξεθεωμένη και μου είπε : Τα ξέρω όλα, βγάλε το μπλοκ και γράφε. Η ενδιάμεση εταιρεία στην οποία έφταναν πρώτα τα χρήματα από τη Μήζενς, είναι μια «Τρούμιλαν», ή κάπως έτσι. Το ποσό που ξεπλύθηκε για την Ελλάδα φτάνει τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Τους είχαν αγοράσει όλους…..
Η συνέχεια γράφτηκε σε ένα άδειο μοτέλ στους πρόποδες της Πάρνηθας. Η Νάγια πήγε από την πίσω πόρτα , για να μην μας αιφνιδιάσει κανείς. Εγώ μπήκα προσεκτικά από την κεντρική είσοδο, με το Walther στο ένα χέρι και την βαλίτσα δεμένη με χειροπέδες στο άλλο. Έπρεπε να μάθω οπωσδήποτε και το αντάλλαγμα ήταν μικρό για το πολύτιμο σαρκίο μου. Πενήντα έξι χιλιάδες δολάρια ακριβώς. Τόσα είχα και τόσα χωρούσαν στη βαλίτσα επειδή τα ήθελε σε μικρά χαρτονομίσματα.
Εκείνος, βγήκε από τις σκιές της άδειας και σκοτεινής αίθουσας, με πλησίασε και αφού με έψαξε για κρυμμένα μικρόφωνα άρχισε να μου διαβάζει την τελευταία επίσημη αναφορά: “Το Φεβρουάριο του 1995, μετά το ντηλ της κυβέρνησης Σημίτη με τους εγκέφαλους έμεινε στο απυρόβλητο ο βασικός πυρήνας, εκείνος που πήρε την δάδα από τους παππούδες των Παρισίων. Ύστερα από όσα έγιναν στις δίκες και όσα ακολούθησαν ο πυρήνας πιστεύει ότι το ντηλ δεν υπάρχει και άρχισε πάλι τα κτυπήματα. Αυτή τη φορά όμως θα κτυπούν εντελώς διαφορετικά, αδίστακτα. Μιλάμε για λευκό φονταμενταλισμό”
«Ποιοι αποτελούν τον πυρήνα» τον ρώτησα
«Πρόσωπα και από τις δυο μεγάλες ομάδες του παρελθόντος που έχουν ενωθεί σε μία» μου απάντησε και χάθηκε στις σκοτεινές γωνίες του παράλληλου κόσμου…..
0 σχόλια